- κατεντευκτής
- κατεντευκτής, ὁ (Α)ο κατήγορος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -εντευκτής (< ἐν-τεύχω «κατασκευάζω», τ. που, στην Αρχαία Ελληνική, μαρτυρείται μόνο στο παρόν σύνθ. όν.].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατεντευκτής — accuser masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεντευκτήν — κατεντευκτής accuser masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)